σωροβολιάζομαι

σωροβολιάζομαι
см. σωριάζομαι (см. σωριάζω)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σωροβολιάζομαι" в других словарях:

  • σωροβολιάζομαι — Ν σωριάζομαι κατάκοπος ή αναίσθητος …   Dictionary of Greek

  • σωροβολιάζομαι — άστηκα, σωριάζομαι, πέφτω κάτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωροβόλιασμα — το, Ν [σωροβολιάζομαι] το να πέφτει κανείς κάτω κατάκοπος ή αναίσθητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»